- υποταγη
- ὑποταγήὑπο-τᾰγήἥ1) подчинение, повиновение NT.2) грам. сослагательное наклонение
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ὑποταγή — subordination fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποταγή — η / ὑποταγή, ΝΜΑ [ὑποτάσσω] 1. καθυπόταξη, υποδούλωση (α. «η υποταγή τών ασθενεστέρων στους ισχυρούς» β. «ἡ ἄνευ κινδύνου ὑποταγή», Δίον. Αλ.) 2. εκούσια συγκατάθεση, υπακοή (α. «δοξάζοντες τὸν Θεὸν ἐπὶ τῇ ὑποταγῇ τῆς ὁμολογίας ὑμῶν εἰς τὸ… … Dictionary of Greek
υποταγή — η 1. το να υποτάσσεται κανείς, έλλειψη ανεξαρτησίας, υποτέλεια, υποδούλωση: Η υποταγή της Ελλάδας στους Γερμανούς. 2. ευπείθεια, υπακοή: Υποταγή στους νόμους της πατρίδας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑποταγῇ — ὑποτάσσω place aor subj pass 3rd sg ὑποτάσσω place aor subj pass 3rd sg ὑποτάσσω place aor subj pass 3rd sg ὑποταγή subordination fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποταγῆι — ὑποταγῇ , ὑποτάσσω place aor subj pass 3rd sg ὑποταγῇ , ὑποτάσσω place aor subj pass 3rd sg ὑποταγῇ , ὑποτάσσω place aor subj pass 3rd sg ὑποταγῇ , ὑποταγή subordination fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποταγαῖς — ὑποταγή subordination fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποταγαί — ὑποταγή subordination fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποταγῆς — ὑποταγή subordination fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποταγήν — ὑποταγή subordination fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek